χαροπά

χαροπά
χαροπός
fierce
neut nom/voc/acc pl
χαροπά̱ , χαροπός
fierce
fem nom/voc/acc dual
χαροπά̱ , χαροπός
fierce
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χάροπα — Χάροψ bright eyed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαροπάν — χαροπά̱ν , χαροπός fierce fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φλαμινίνος, Τίτος Κόιντος — Ρωμαίος ύπατος (198 π.Χ.) και πρωθύπατος (197 π.Χ.). Αποβιβάστηκε στην Ήπειρο, προσεταιρίστηκε τον αρχηγό των Ηπειρωτών Χάροπα και επιτέθηκε εναντίον του μακεδονικού στρατού, κοντά στον Αώο. Αφού νίκησε τους Μακεδόνες, εξασφάλισε τη συμμαχία των… …   Dictionary of Greek

  • Χάροπ' — Χάροπε , Χάροπος masc voc sg Χάροπα , Χάροψ bright eyed masc acc sg Χάροπι , Χάροψ bright eyed masc dat sg Χάροπε , Χάροψ bright eyed masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”